χάσκα

χάσκα
η
1. είδος παιχνιδιού, κατά το οποίο καθένας από τους παίχτες προσπαθεί να συλλάβει με το στόμα του γλύκισμα που κρέμεται με κλωστή.
2. ως επίρρ., με ανοιχτό το στόμα, πειναλέα.
3. παροιμ., «άλλος Πάσκα κι άλλος χάσκα», άλλοι τρώνε κι άλλοι κοιτάνε με ανοιχτό το στόμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χάσκα — η, Ν [χάσκω] 1. παιχνίδι κατά το οποίο κάθε παίκτης προσπαθεί να πιάσει με το στόμα ένα φρούτο ή γλύκισμα που κρέμεται με κλωστή από μια οροφή και αιωρείται 2. (ως επίρρ.) χάσκα με ανοιχτό το στόμα 3. παροιμ. «άλλος πάσκα κι άλλος χάσκα» λέγεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”